ὁμοτράπεζος — eating at the same table with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοτράπεζος — η, ο (ΑΜ ὁμοτράπεζος, ον) αυτός που κάθεται στο ίδιο τραπέζι με άλλον ή με άλλους, συνδαιτυμόνας συνέστιος («ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ ὁμόσπονδος ἐγένεο», Ηρόδ.) αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὁμοτράπεζοι τιμητικός τίτλος ορισμένων μεγιστάνων οι… … Dictionary of Greek
ὁμοτράπεζον — ὁμοτράπεζος eating at the same table with masc/fem acc sg ὁμοτράπεζος eating at the same table with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτραπέζοις — ὁμοτράπεζος eating at the same table with masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτραπέζου — ὁμοτράπεζος eating at the same table with masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτραπέζους — ὁμοτράπεζος eating at the same table with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτραπέζων — ὁμοτράπεζος eating at the same table with masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτράπεζοι — ὁμοτράπεζος eating at the same table with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδαιτυμόνας — ο, η / συνδαιτυμών, όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ πρόσωπο που μετέχει σε γεύμα, ομοτράπεζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δαιτυμών, όνος «ομοτράπεζος» (< δαιτύς «γεύμα»)] … Dictionary of Greek
δαιτυμών — ( όνος), ο (AM) όποιος παρακάθεται σε γεύμα, ο ομοτράπεζος μσν. (για πνευματική τροφή) όποιος γεύεται, όποιος απολαμβάνει κάτι («οἱ δαιτυμόνες τῆς θεοῡ τροφῆς») αρχ. 1. όποιος φέρνει μαζί του σε κοινό γεύμα το δικό του φαγητό 2. ο τρεφόμενος με… … Dictionary of Greek